- αστραγαλίσκος
- ἀστραγαλίσκος, ο (Α)1. ο μικρός αστράγαλος2. ονομασία χειρουργικού εργαλείου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστραγαλίσκος — Cultes Égyptiens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλίσκους — ἀστραγαλίσκος Cultes Égyptiens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλίσκων — ἀστραγαλίσκος Cultes Égyptiens masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek